Ἀσίου

Ἀσίου
Ἀ̱σίου , Ἄσιος
masc/neut gen sg
Ἀσίης
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἀσίου — ἄσιος Asian masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δύμας — Μυθολογικό πρόσωπο. Η μυθολογική παράδοση τον αναφέρει ως βασιλιά της Φρυγίας, γιο του Ηιονέα και πατέρα του Ασίου και της Εκάβης. Σύμφωνα με τον Φερεκύδη, η Εκάβη ήταν κόρη του Δ. και της νύμφης Ευνόης, ενώ σύμφωνα με μία άλλη εκδοχή, ήταν κόρη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”